χολέρα

χολέρα
χολέρᾱ , χολέρα
cholera
fem nom/voc/acc dual
χολέρᾱ , χολέρα
cholera
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χολέρᾳ — χολέρᾱͅ , χολέρα cholera fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέρα — Βαριά, λοιμώδης, επιδημική γαστρεντερίτιδα που οφείλεται στο δονάκιο της χ. ή στο είδος δονάκιο El Tor. Εκδηλώνεται με εμέτους, επώδυνες συσπάσεις των μυών και πολλές χαρακτηριστικές υδαρείς, ορυζοειδείς κενώσεις, που οδηγούν σε έντονη αφυδάτωση …   Dictionary of Greek

  • χολέρα — η 1. μολυσματική ασθένεια. 2. μτφ., ασχημομούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χολέρας — χολέρᾱς , χολέρα cholera fem acc pl χολέρᾱς , χολέρα cholera fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέραι — χολέρᾱͅ , χολέρα cholera fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέραν — χολέρᾱν , χολέρα cholera fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέραις — χολέρα cholera fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέρη — χολέρα cholera fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέρην — χολέρα cholera fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέρης — χολέρα cholera fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”